- μον(ο)-
- (ΑΜ μον[ο]-, Α ιων. μουν[ο]-)α' συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος, μονόφθαλμος, μονόχειρ)β) έχει διάρκεια μιας και μόνο χρονικής μονάδας (μονοετής, μονοήμερος)γ) είναι μόνο του ή κάνει κάτι μόνο του (μονοκράτωρ, μονομάχος)δ) γίνεται μία φορά (μονόκαρπος, μονόφορος)ε) κάνει κάτι κατ' αποκλειστικότητα ή γίνεται κατ' αποκλειστικότητα (μονοπάλης, μονοπώλιο). Χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση τού μον(ο)- σε πολλές ελληνογενείς και αντιδάνειες λ., αρκετές από τις οποίες είναι επιστημονικοί όροι (πρβλ. μονογαμία, μονοξείδιο, μονοφυσιτισμός).Σύνθ. σε μον(ο)-: μονάδελφος, μονάκανθος, μόνανδρος, μονάρχης, μονήρης, μόνιππος, μονόγαμος, μονογενής, μονογράμματος, μονόγραμμος, μονοδάκτυλος, μονόδους, μονόδραχμος, μονοειδής, μονοήμερος, μονοθεΐα, μονόθυρος, μονόοικος, μονόιππος, μονοκέρατος, μονόκερως, μονόκλινος, μονόκλιτος, μονόκλωνος, μονοκότυλος, μονόκροτος, μονόκρουνος, μονόκωπος, μονόλιθος, μονομάχος, μονομελής, μονομερής, μονόμετρος, μονόμφαλος, μονόξυλος, μονοπάτι(ον), μονοπέδιλος, μονόπλευρος, μονοπρόσωπος, μονόπτερος, μονόπτωτος, μόνορχις, μονοσάνδαλος, μονοσήμαντος, μονοσκελής, μονόστεγος, μονόστεος, μονοστέφανος, μονόστιχος, μονόστομος, μονόστροφος, μονοσύλλαβος, μονότεκνος, μονοτόκος, μονότονος, μονότροπος, μονότροχος, μονοφάγος, μονοφαλαγγία, μονόφθαλμος, μονόφθογγος, μονοφυής, μονόφυλλος, μονοφυσίτης, μονόφωνος, μονόχειρ, μονόχηλος, μονόχορδος, μονοχρώματος, μονόχρωμος, μονόχωρος, μόνωρος, μονωδός, μονώνυμος, μονώνυχος, μόνωτοςαρχ.μονάγκων, μοναγρία, μονάλυσις, μονάρταβος, μόναρχος, μοναύλιος, μόναυλος, μονεντρεχής, μονερέτης, μονήλατος, μονοβάλανος, μονοβάμων, μονόβαφος, μονογέρων, μονόγληνος, μονόγλωσσος, μονογνώμων, μονογόνατος, μονόγονος, μονογράφος, μονόγυιος, μονόδενδρος, μονοδέρκτης, μονόδερμος, μονοδέσμη, μονοδιαιτησία, μονοδοξώ, μονόδουπος, μονοδραστικός, μονόδροπος, μονόειδος, μονοείλητος, μονοείμων, μόνοζος, μονοζυγής, μονόζυξ, μονόζωος, μονόζωστος, μονοθρηνώ, μονόθρονος, μονοοίκητος, μονοκάλαμος, μονόκαυλος, μονοκένταυρος, μονοκέφαλος, μονόκλαδος, μονόκλαυτος, μονοκληρονόμος, μονόκνημος, μονόκοιτος, μονόκοκκος, μονοκόνδυλος, μονοκρατία, μονοκρήπις, μονοκτήτωρ, μονόκτιστος, μονόκυκλος, μονόκωλος, μονολέκιθος, μονολεχής, μονολέων, μονολήμματος, μονόλοπος, μονόλυκος, μονόμαλλος, μονομήτωρ, μονόμοσχος, μονοναύτης, μονόνυμφος, μονόξοος, μονοπάθεια, μονόπαις, μονοπάλη, μονοπάλης, μονοπάτωρ, μονοπείρας, μονόπελμος, μονόπεπλος, μονοπόδιον, μονοποιός, μονοπραγματώ, μονοπτύχιος, μονοπώλης, μονόπωλος, μονορρήξ, μονόρριζος, μονόρρυθμος, μονορύχης, μονοσέβαστος, μονόσεπτος, μονοσίδηρος, μονόσιτος, μονόσκηπτρος, μονοσκοπώ, μονοστέλλομαι, μονοστιβής, μονόστοιχος, μονόστολος, μονοστόρθυγξ, μονοστραβής, μονοστράτηγος, μονοσύστατος, μονοσχημάτιστος, μονόσχημος, μονοσχιδής, μονόσωμος, μονότευχος, μονότοκος, μονοτράπεζος, μονοτροφία, μονούατος, μονόυλος, μονοφανής, μονόφαντος, μονοφιλής, μονόφορδος, μονόφρουρος, μονόφρων, μονοχάλινος, μονόχρονος, μονόχρους, μονόψηφος, μόνωποςαρχ.-μσν.μονάμπυξ, μονόβιβλον, μονόβολος, μονόζωνος, μονοθέλητος, μονοκέλης, μονοκέλλιον, μονόμματος, μονοούσιος, μονόπηρος, μονοποδία, μονόπους, μονουχία, μονοχίτων, μονώψμσν.μοναθλία, μονάκτινος, μοναπλός, μοναύθεντος, μονείμων, μονέντερον, μονερημίτης, μονόβραχον, μονογεννήτωρ, μονοκάβαλος, μονοκάθιστος, μονόκαιρος, μονοκάμαρος, μονοκάνονος, μονοκιόνιον, μονόκοιλος, μονόκοπος, μονοκόρδιον, μονοκρατής, μονόκυθρον, μονολίσγιον, μονόλωπος, μονόμαζος, μονόμιτος, μονονυκτίς, μονοοικώ, μονόπετρον, μονοπλάτιν, μονόπλοια, μονόπορος, μονόπρεμνος, μονόπτυχος, μονοπύθμενος, μονοπύργιον, μονορρεπής, μονοσκέλιδον, μονότειχος, μονοτραφής, μονότυφλος, μονοϋπόστατος, μονοχρηστίαμσν.- νεοελλ.μονάκριβος, μονάλλαγος, μονόβιος, μονοδιάστατος, μονοθελήτες, μονοθυγατέρα, μονοκόμματος, μονοκράτωρ, μονόλογος, μονοπόδαρος, μονόρραφος, μονόσημος, μονοστέλεχος, μονώροφοςνεοελλ.μονανθής, μονάξονας, μονάρμενο, μονάρμπουρος, μονάφτης, μονέλικος, μονοαρθρικός, μονοαρθρίτιδα, μονοατομικός, μονοβάμπουλο(ν), μονοβασικός, μονοβεργίζω, μονόβλαστος, μονοβλεφαριώδη, μονοβύζα, μονογαστρικός, μονογένεση, μονογιός, μονόγναθος, μονόγνωμος, μονογονεϊκός, μονόγραμμα, μονόγραπτος, μονόγυνος, μονοδεσμία, μονόδραμα, μονόδρομος, μονοδύναμος, μονοενεργητισμός, μονοετής, μονόζυγο, μονοθάλαμος, μονοθεϊσμός, μονόθερμος, μονοθέσιος, μονοκαλλιέργεια, μονοκάμαρα, μονόκαννος, μονόκαρπος, μονοκάταρτος, μονοκατοικία, μονοκαύσιμο, μονοκεντρίς, μονοκερκομονάς, μονοκινητήριος, μονόκλ, μονοκλινής, μονοκό(κ)καλος, μονοκοντυλιά, μονοκοπανιά, μονοκοτυλήδονος, μονοκού(κ)κι, μονοκουμπάρης, μονόκροκος, μονοκρύσταλλος, μονοκύλινδρος, μονοκύτταρος, μονολεκτικός, μονόλεπτος, μονομανής, μονομάτης, μονόματος, μονομηνιάτικος, μονομιάς, μονομοριακός, μονομόριο, μονονευρίτιδια, μονοξ(ε)ίδιο, μονόξινος, μονόπαντος, μονόπατος, μονοπέταλος, μονοπλάνο, μονοπληγία, μονόπλοκο, μονόπολος, μονόπορτα, μονόπρακτος, μονοπύρηνος, μονορούφι, μονόσειρος, μονοσέλιδος, μονοσέπαλος, μονοσθενής, μονοσκοίνι, μονοσπερμία, μονόσπερμος, μονόστηλος, μονοσυγκριτής, μονοσωμία, μονοτάξιος, μονότιμος, μονότομος, μονότριχος, μονοτύπης, μονοφαγάς, μονοφασικός, μονοφιτιλιά, μονόφορος, μονοφυλετικός, μονόχνοτος, μονοψήφιος, μονύελος.
Dictionary of Greek. 2013.